οξαλικό οξύ

οξαλικό οξύ
Οργανική ένωση αντίστοιχη προς τον χημικό τύπο C2H2O4· είναι το απλούστερο δικαρβοξυλικό οξύ και ένα από τα ισχυρότερα οργανικά οξέα. Είναι αρκετά διαδεδομένο στη φύση ως άλας του ασβέστιου και του κάλιου και περιέχεται στον κυτταρικό χυμό πολλών φυτών, μεταξύ των οποίων η ξινήθρα όπως επίσης και στις άγουρες ντομάτες, στις αγκινάρες, στο σπανάκι και στα ανθρώπινα ούρα. Σχηματίζεται κατά την οξείδωση των πιο ποικίλων οργανικών ενώσεων. Παρατηρήθηκε για πρώτη φορά ως προϊόν του μεταβολισμού της μούχλας, και ο σχηματισμός του από το σάκχαρο, μαζί με το κιτρικό οξύ, είναι κοινό χαρακτηριστικό σε πολλά είδη των Penicillum και Aspergillus. Παρασκευάζεται από το οξαλικό νάτριο αν υποστεί επεξεργασία με άσβεστο και προστεθεί ύστερα θειικό οξύ. Είναι ουσία στερεά, κρυσταλλική, άχρωμη, τοξική (η ελάχιστη θανατηφόρα δόση για τον άνθρωπο είναι 5 γρ.) διαλυτή στο νερό και στους πολικούς διαλύτες· αποσυνθέτεται σε νερό και σε διοξείδιο του άνθρακα με υπερμαγγανικό κάλιο. Το ο.ο. δίνει άλατα ουδέτερα και άλατα όξινα, από τα οποία κοινότερα είναι το τετραοξαλικό κάλιο, που αποτελεί το άλας της οξαλίδας το οποίο χρησιμοποιείται για να εξαλείφουμε τις κηλίδες από σκουριά· το οξαλικό νάτριο, από το οποίο παρασκευάζεται το οξύ· το οξαλικό αμμώνιο, που βρίσκεται στο γκουανό της Χιλής. Το ο.ο. και τα άλατά του χρησιμοποιούνται στη βυρσοδεψία, στη βαφική, στην παρασκευή των μελανών και ως στερεωτική ουσία στο τύπωμα των υφασμάτων. Οι ουδέτεροι εστέρες του είναι καλοί διαλύτες για τη νιτροκυτταρίνη. Τα μεταλλικά οξαλικά άλατα διασπώνται με θέρμανση· ο οξαλικός άργυρος εκρήγνυται. Μία από τις κοινότερες χρήσεις του ο.ο. γίνεται στο καθάρισμα των ψυγείων των αυτοκινήτων, εξαιτίας της ιδιότητας του να διαλύει τη σκουριά, με παραγωγή αλάτων σιδήρου, τα οποία είναι διαλυτά χωρίς να προσβάλλεται ο μεταλλικός σίδηρος. Το ο.ο. εφαρμόζεται επίσης στους πύραυλους, γιατί έχει την ειδική ιδιότητα να ελαττώνει την καύση κατά την πτήση. Ένας από τους εστέρες του, το οξαλικό τριχλωρομεθύλιο, είναι σπουδαία επιθετική χημική ουσία, τοξική και αποπνικτική. Κρύσταλλοι οξαλικού οξέος. Η οργανική αυτή σύνθεση χρησιμοποιείται στη βυρσοδεψία, στην υφαντουργία, στην παρασκευή μελανών κ.α.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οξύ — Χημική ένωση, η οποία όταν βρεθεί σε υδατικό διάλυμα υφίσταται διάσταση σχηματίζοντας κατιόντα υδρογόνου (H+), με πυκνότητα ευθέως ανάλογη προς την ισχύ του ο. Τα κατιόντα υδρογόνου είναι άτομα υδρογόνου με μορφή ιόντων, έχουν δηλαδή θετικό… …   Dictionary of Greek

  • παραβανικό οξύ — Ονομασία του ουρεϊδίου του οξαλικού οξέος. Σχηματίζεται με οξείδωση του ουρικού οξέος, της αλλοξάνης ή της υδαντοΐνης. Η σύνθεσή του επιτεύχθηκε με επίδραση οξαλικού οξέος πάνω στην ουρία παρουσία οξυχλωριούχου φωσφόρου. Είναι σώμα με κλειστή… …   Dictionary of Greek

  • γλυοξυλικό οξύ — Έτσι ονομάζεται το αιθαναλοϊκό οξύ με τύπο Ο=CH COOH. Πρόκειται για ασταθή μεταβολίτη που παίρνει μέρος σε πολλές αντιδράσεις έμβιων οργανισμών. Είναι ένα οξύ που παρουσιάζει τόσο τις ιδιότητες των οξέων όσο και της αλδεϋδομάδας που περιέχει.… …   Dictionary of Greek

  • ξινήθρα — Κοινή ονομασία μερικών ποωδών φυτών που ανήκουν στο γένος ρούμεξ (οικογένεια πολυγωνίδες) και στο γένος οξαλίς (οικογένεια οξαλιδίδες). Στο πρώτο γένος υπάγεται το φυτό ρούμεξ η οξαλίς, που αυτοφύεται σε καλλιεργημένους και χέρσους αγρούς σε όλη… …   Dictionary of Greek

  • καρβοξυλικά οξέα — Τάξη οργανικών οξέων που περιέχουν μία ή περισσότερες καρβοξυλικές ομάδες ( COOH). Τα κ.ο. μπορεί να είναι κορεσμένα ή ακόρεστα, να περιέχουν διπλούς ή τριπλούς δεσμούς, ενώ ανάλογα με τον αριθμό των καρβοξυλίων που υπάρχουν στο μόριό τους… …   Dictionary of Greek

  • αιθυλενογλυκόλη — Οργανική ένωση του τύπου CH2(OH) CΗ2ΟΗ) Λέγεται και αιθυλεναλκοόλη ή απλώς γλυκόλη. Είναι άχρωμο υγρό λίγο δυσκίνητο, με γλυκιά γεύση και ειδικό βάρος 1,125(0). Βράζει στους 197 197,5° και όταν θερμανθεί, διαλύει εύκολα τα αλκάλια. Η άνυδρη α.… …   Dictionary of Greek

  • οξαλικός — ή, ό φρ. α) «οξαλικό οξύ» χημ. άκυκλη οργανική ένωση, το πρώτο μέλος τής ομόλογης σειράς τών κορεσμένων δικαρβονικών οξέων, που είναι γνωστό και με τη συστηματική ονομασία αιθανοδιοϊκό οξύ β) «οξαλική διάθεση» ιατρ. ιδιοσυστασιακή κατάσταση τού… …   Dictionary of Greek

  • καρβαζόλιο — Ετεροκυκλική ένωση του τύπου (C6H4)2NH, η οποία συνοδεύει το ανθρακένιο στο ακάθαρτο προϊόν που λαμβάνεται από τη λιθανθρακόπισσα. Είναι άχρωμη κρυσταλλική ουσία, αδιάλυτη στο νερό και διαλυτή στους οργανικούς διαλύτες, με σημείο τήξης 245 247°C… …   Dictionary of Greek

  • οξαλ(ο)- — χημ. πρόθεμα που δηλώνει την παρουσία τής μονοσθενούς ρίζας HOCO CO στο μόριο μιας οργανικής ένωσης, ρίζας που προέρχεται από το οξαλικό οξύ με αφαίρεση μιας ομάδας υδροξυλίου από το μόριό του …   Dictionary of Greek

  • οξαλικογόνος — ο, θηλ. και α (βιοχ.) 1. αυτός που προκαλεί τη δημιουργία οξαλικού οξέος 2. φρ. «οξαλικογόνες τροφές» τροφές οι οποίες περιέχουν υδατάνθρακες, πυρηνοπρωτεΐδες και μερικά αμινοξέα, από τα οποία συντίθεται στον οργανισμό το οξαλικό οξύ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”